ορεωπώλης

ορεωπώλης
ὀρεωπώλης, ὁ (Α)
πωλητής ημιόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρεύς, -έως «ημίονος» + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ορνιθο-πώλης. Το θεματικό φωνήεν -ω- τού τ. οφείλεται πιθ. σε επίδραση τής γεν. ὀρέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”